- ἐκοπίασε
- ἐκοπίᾱσε , κοπιάωto be tiredaor ind act 3rd sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απανωγράφω — 1. γράφω παραπάνω, προηγουμένως («να μάθου τίς εκόπιασε εις τ απανωγραμμένα» Ερωτόκρ.) 2. φουσκώνω τον λογαριασμό … Dictionary of Greek
Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… … Dictionary of Greek